μακρόπους

μακρόπους
-ουν (Α μακρόπους, -ουν)
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μακρόπους
ζωολ. επιστημονική ονομασία τού καγκουρώ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + πούς (πρβλ. πλατύ-πους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • συναξαριστής — Συγγραφέας βιβλίων με βίους άγιων ή και εκδότης κειμένων του είδους. Οι κυριότεροι σ. από τον 2o αι. έως τις μέρες μας είναι οι Κύριλλος Σκυθοπολίτης, Ιωάννης ο Μόσχος, Σωφρόνιος ο Ιεροσολύμων, Λεόντιος ο Νεαπόλεως, Επιφάνιος ο μοναχός, Συμεών ο… …   Dictionary of Greek

  • χταπόδι — (octopus vulgaris). Κεφαλόποδο της οικογένειας των οκταποδιδών, της τάξης των οκταπόδων. Αυτό και διάφορα άλλα κεφαλόποδα μαλάκια λέγονται μερικές φορές πολύποδες, όρος που χρησιμοποιείται ορθότερα για να δείξει μια από τις δυο μορφές που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”